συγκεχυμένου

συγκεχυμένου
συγχέω
pour together
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”